to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Φρ. Κουτεντάκης: Περιμένοντας την καλοσύνη των ξένων

Συνέντευξη με τον πανεπιστημιακό-οικονομολόγο Φραγκίσκο Κουτεντάκη*


Η τρόικα έκλεισε με την κυβέρνηση ραντεβού για τον Σεπτέμβρη και το Μαξίμου αγωνιά για το αποτέλεσμα της φθινοπωρινής συνάντησης μαζί της. Τι άφησε πίσω της η σύντομη θερινή επίσκεψη των τροϊκανών και τι προεικάζει –για τον πολύ κόσμο- η πολυαναμενόμενη από την κυβέρνηση επιστροφή της στην Αθήνα;


Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός


Ξεκινώ με το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο: η κυβέρνηση να προσφεύγει πάλι στην οικονομία, για να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας. Υπάρχει πραγματικό έδαφος; Σε τι μπορεί να υπολογίζει;


Η αλήθεια είναι πως δεν προσφεύγει ακριβώς η κυβέρνηση στην οικονομία, αλλά η οικονομία επανέρχεται συνεχώς από μόνη της στο προσκήνιο και η κυβέρνηση προσπαθεί να τη διαχειριστεί επικοινωνιακά. Η σύντομη επίσκεψη της τρόικας την περασμένη εβδομάδα και κυρίως η αναμονή τής επόμενης επίσκεψης και αξιολόγησης τον Σεπτέμβριο έχουν επαναφέρει τα ανοιχτά ζητήματα της οικονομίας στην επικαιρότητα. Η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να «πουλάει» success story στο εσωτερικό και να επιδιώκει μια χαλάρωση των πιέσεων από την τρόικα, προκειμένου να προχωρήσει σε κάποιες ελαφρύνσεις που θα τη βοηθήσουν πολιτικά. 


Παρεμφερές είναι το σλόγκαν, που μεταφέρουν ως άποψη της κυβέρνησης και τα κανάλια, ότι «η τρόικα δεν μας μετράει σωστά». Και προσθέτουν: «Όταν αποδειχθεί ότι έχουμε δίκιο, τι θα κάνει; Θα δεχθεί τις θέσεις μας και τα αιτήματά μας». Πόσο ισχύει αυτό; 


Η κυβέρνηση πανηγυρίζει και επικαλείται ακόμα το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013, που ενώ η επίτευξή του είχε αμφισβητηθεί έντονα τόσο από την τρόικα όσο και από τη Eurostat, τελικά αναγνωρίστηκε επίσημα (με τις γνωστές λογιστικές αλχημείες). Το πρόβλημα με το πλεόνασμα είναι ότι δεν αρκεί να επιτευχθεί μια φορά, αλλά πρέπει να επιτυγχάνεται κάθε χρόνο και μάλιστα αυξανόμενο: το 2016 πρέπει να φτάσει 4,5% του ΑΕΠ και να παραμείνει, περίπου, εκεί στο διηνεκές. Το κόστος επίτευξης τέτοιων πλεονασμάτων, η μακροχρόνια βιωσιμότητά τους και τα αδιέξοδα που δημιουργούν στην ελληνική οικονομία, δεν δείχνουν να απασχολούν ούτε την τρόικα ούτε την κυβέρνηση. 

Αβάσιμη η αισιοδοξία Σταϊκούρα

«Οι δημοσιονομικοί στόχοι, για τρίτη χρονιά, επιτυγχάνονται», δήλωσε την Τετάρτη ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας. «Δημιουργείται έτσι η αναγκαία βάση για ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας και προώθηση της απασχόλησης, για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σταδιακή μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών», πρόσθεσε. Πώς το σχολιάζεις;


Η αισιοδοξία για τις ευεργετικές επιπτώσεις του πλεονάσματος είναι μάλλον αβάσιμη – για να το θέσω ευγενικά. Το πλεόνασμα από μόνο του δεν έχει κάποια θετική επίπτωση στην οικονομία ή την απασχόληση. Αντίθετα, η λιτότητα που εφαρμόστηκε για την επίτευξή του είχε κατά κοινή ομολογία τεράστιο κόστος σε όρους ύφεσης. Επιπλέον, η αλήθεια είναι πως κάθε στόχος πλεονάσματος που επιτυγχάνεται θα πηγαίνει αναγκαστικά στην αποπληρωμή του χρέους. Μόνο αν υπάρξει υπερκάλυψη των στόχων, προβλέπεται ένα ποσοστό (70%) να πηγαίνει σε άλλες κατευθύνσεις. Αν η κυβέρνηση είναι τόσο αισιόδοξη όχι μόνο ότι θα πιάσει τους στόχους για πλεόνασμα (1,5% το 2014, 3% το 2015 και 4,5% το 2016) αλλά και ότι θα τους υπερκαλύψει τόσο ώστε να μπορεί να προσφέρει ελαφρύνσεις που θα γίνουν αισθητές, μάλλον είναι εκτός πραγματικότητας. Προσωπικά, αμφιβάλλω ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση θα παραμένει κυβέρνηση μέχρι τότε.


Επιμένει όμως: όχι νέα μέτρα, όχι δάνειο, όχι έλεγχοι τύπου τρόικας, δηλαδή όχι μνημόνιο. 


Φυσικά και η κυβέρνηση θέλει να απαλλαγεί από το βραχνά των συνεχών πιέσεων και αξιολογήσεων της τρόικας, άλλωστε έχει εξαγγείλει επανειλημμένα το τέλος του μνημονίου. Το τέλος των δόσεων του προγράμματος σημαίνει και τέλος του γνωστού σχήματος των περιοδικών αξιολογήσεων και πιέσεων για νέα μέτρα, πράγμα που η κυβέρνηση επιθυμεί διακαώς να πλασάρει λίγο πολύ ως «απελευθέρωση από τα δεσμά της τρόικας». Το χρηματοδοτικό κενό δεν είναι κάποιο τρομακτικό ποσό ώστε να χρειάζεται νέο επίσημο δανεισμό για να καλυφθεί. Άλλωστε, μην ξεχνάνε ότι έχουν μείνει περίπου 11 δισ. στο ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Αν μετά τα stress-test του Οκτωβρίου οι τράπεζες δεν χρειαστούν σημαντικές κεφαλαιακές ενισχύσεις, κάποια από αυτά τα χρήματα θα είναι διαθέσιμα για να καλύψουν άλλες ανάγκες. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι υπάρχει πλέον η δυνατότητα δανεισμού – έστω μικρού – από τις αγορές. Αν η κυβέρνηση, λοιπόν, μπορεί να αντλεί γύρω στα 5-6 δισ. ετησίως τα επόμενα δυο χρόνια, θα είναι σε θέση να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό. Η εντύπωσή μου είναι πως, με τα σημερινά δεδομένα, δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέο δανειακό πακέτο. 


Η τρόικα, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση έχει αιτήματα για τροποποιήσεις της οικονομικής πολιτικής, πιέζει με τη θέση «επιστρέψτε στο πρόγραμμα»! Πού θα ισορροπήσει αυτό; 


Η σχέση με την τρόικα ήταν από την αρχή πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως οικονομική. Ο ρόλος της δεν ήταν να παρέχει τεχνική υποστήριξη στην κυβέρνηση, ήταν να ελέγχει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, να πιέζει και να επιβάλλει την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας, βάσει της οποίας χορηγήθηκε το δανειακό πακέτο του 2010. Το εργαλείο των δόσεων υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικός μηχανισμός ελέγχου. Τώρα οι δόσεις τελειώνουν, αλλά οι δεσμεύσεις οικονομικής πολιτικής παραμένουν, χωρίς κάποιον μηχανισμό που να εγγυάται την τήρησή τους.

Νέα εργαλεία ελέγχου

Γι’ αυτό και η τρόικα αναζητά νέα εργαλεία πίεσης αντί των δόσεων. Για παράδειγμα, η ρύθμιση του χρέους να γίνει με παρόμοιους όρους.


Ακριβώς. Αυτό που, όπως είπαμε, αποτελεί διακαή πόθο της κυβέρνησης, είναι πηγή ανησυχίας για την τρόικα. Απόλυτα αναμενόμενο, λοιπόν, από την πλευρά τους να αναζητούν νέα εργαλεία συστηματικής παρακολούθησης με δυνατότητα πιέσεων. Αν τελικά η κυβέρνηση αποφύγει ένα νέο δανειακό πακέτο – πράγμα διόλου απίθανο όπως είπαμε – τότε μια μορφή πίεσης μπορεί να αποτελέσει η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρέους. Μια «ρύθμιση σε δόσεις», όπως η πρόταση που διαβάσαμε στην «Καθημερινή» και στην «Γοιυόλ Στριτ Τζέρναλ», είναι σίγουρα ένα πιθανό υποκατάστατο. 


Διαρθρωτικές «μεταρρυθμίσεις» και όχι νέα μέτρα λέει η κυβέρνηση, και συμφωνεί, καταρχάς, η τρόικα. Όμως αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά, εν μέρει και ποσοτικά. Μπορεί να γίνει μια διαχείριση τέτοια για όλα αυτά, που να επιτρέψει στην κυβέρνηση να επανασυνδεθεί με τα κοινωνικά στρώματα που απομακρύνθηκαν;


Αφού η επίσημη εκδοχή βλέπει το δημοσιονομικό πρόβλημα, προς το παρόν, «εντός τροχιάς», η προσοχή στρέφεται σε άλλα ζητήματα. Και δεν είναι λίγα. Το πρώτο είναι οι τράπεζες, που θα περάσουν το stress-test τον Οκτώβριο. Εδώ η βασική εκκρεμότητα είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων και πόσο θα επηρεάσουν τις επισφάλειες. Το δεύτερο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, τα έσοδα από τις οποίες μετατίθενται συνεχώς από χρόνο σε χρόνο. Το θέμα αποτελεί ιδεολογικό φετίχ για την τρόικα, αλλά και χρυσή ευκαιρία για κάποιους επιχειρηματίες να αγοράσουν κοψοχρονιά κρατικά φιλέτα. Το τρίτο είναι το ασφαλιστικό, που αφενός εξαιτίας της υψηλής ανεργίας και αφετέρου της αδυναμίας πληρωμής των εισφορών, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Αυτό που θεσμοθετείται, είναι ένας μηχανισμός που θα μειώνει αυτόματα τις συντάξεις, κάθε φορά που παρουσιάζεται έλλειμμα. Το τέταρτο, και τελευταίο, είναι το εργασιακό και συγκεκριμένα οι εισηγήσεις για ομαδικές απολύσεις και συνδικαλιστικούς περιορισμούς. Εδώ η αίσθησή μου είναι πως η τρόικα λειτουργεί περισσότερο ως πλασιέ εγχώριων επιχειρηματικών συμφερόντων και λιγότερο ως εκπρόσωπος των επίσημων πιστωτών. Αυτό που κυκλοφορεί, είναι πως το αίτημα πχ για χαλάρωση των ομαδικών απολύσεων προέρχεται από μεγάλους εργοδότες και κυρίως από τις τράπεζες, που σκοπεύουν να προχωρήσουν σε μεγάλες μειώσεις προσωπικού.


Η τρόικα θα φανεί ελαστική, δηλαδή «πολιτική», ή θα είναι σφιχτή; 


Το πώς θα χειριστεί η τρόικα τα πράγματα είναι ένα ερώτημα. Από τη μια μεριά πρέπει να κρατήσει το αδιάλλακτο προφίλ και από την άλλη καταλαβαίνει ότι η βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει το πρόγραμμα, είναι να παραμείνει η κυβέρνηση στη θέση της. Υποθέτω, λοιπόν, ότι θα δώσει κάτι στην κυβέρνηση που να μπορεί να αξιοποιήσει πολιτικά, όπως κάποια οριακή φορολογική ελάφρυνση ή περισσότερες δόσεις στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, αλλά τίποτα ουσιαστικό που να δώσει την εντύπωση ότι χαλαρώνει το πρόγραμμα λιτότητας. 


Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το θέμα των φορολογικών πληρωμών το βλέπει κάπως διαφορετικά η τρόικα. Γνωρίζει τη θεμελιώδη αδυναμία του ελληνικού κράτους να φορολογήσει τα υψηλά εισοδήματα, σε ένα διάτρητο σύστημα απαλλαγών και περαιώσεων, και για αυτό απορρίπτει εξαρχής οποιαδήποτε πρόταση για διακανονισμούς και διευκολύνσεις. Όμως αντιλαμβάνεται ότι η φορολογική ασυλία είναι χαρακτηριστικό τού εγχώριου συστήματος εξουσίας. Ο υπολογισμός είναι σχετικά απλός: η διατήρηση της κυβέρνησης και του συστήματος συμφερόντων που τη στηρίζει, κοστίζει μερικά δισ. φορολογικών εσόδων.

Το πορτογαλικό «μήνυμα»

Μετά το περιστατικό με την πορτογαλική τράπεζα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο μια χώρα σαν την Ελλάδα μπορεί να βαδίζει μόνη μετά το μνημόνιο, να φύγει δηλαδή από το «καθεστώς ασφαλείας». Τίθεται, βέβαια, πονηρά, για να ωθήσει σε νέα συμφωνία, νέο μνημόνιο. Όμως, έχει και κάποια σημασία; 


Η ιστορία με την πορτογαλική τράπεζα Banco Espirito Santo είναι μια περίπτωση τραπεζικής κρίσης εμπιστοσύνης. 


Το κυριότερο δεν είναι βέβαια η κρίση της συγκεκριμένης τράπεζας, αλλά η μετάδοσή της στις τιμές συγκρίσιμων περιουσιακών στοιχείων. Η αναστάτωση που έχει προκληθεί, όχι μόνο στην Πορτογαλία αλλά σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια, δείχνει το ρίσκο που εξακολουθεί να συνδέεται με τα περιουσιακά στοιχεία των «προβληματικών χωρών», παρά τη σχετική αποκλιμάκωσή του τα τελευταία χρόνια (μετά τις διαβεβαιώσεις της ΕΚΤ). 


Πάντως, είναι δύσκολο να συνδέσει κανείς τη συγκεκριμένη τραπεζική κρίση με τον «τερματισμό» του πορτογαλικού μνημονίου και μάλλον ανόητο να το χρησιμοποιεί για να επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός νέου μνημονίου για την Ελλάδα. Άλλωστε, είτε στην Ελλάδα είτε στην Πορτογαλία, αυτό που τελειώνει δεν είναι το μνημόνιο αλλά οι δόσεις. Δημοσιονομικές δεσμεύσεις παρόμοιου σκεπτικού με το μνημόνιο έχουν ήδη θεσμοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


* Ο Φ. Κουτεντάκης διδάσκει στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)