to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Αυτόματον» ένα κριτικό εγχείρημα για τη ψηφιακότητα - Συνέντευξη των Λ. Κυριακόπουλου και Π. Πετρίδη

Η ιδέα για την συνέντευξη αυτή ήρθε λίγο μετά την έκδοση του προηγούμενου τεύχους του Περιοδικού «Αυτόματον» και η συζήτηση μας έρχεται παραμονές της κυκλοφορίας του επόμενου. Συζητούμε με δύο ανθρωπολόγους, τον Λέανδρο Κυριακόπουλο και τον Πέτρο Πετρίδη για τις ανάγκες που οδήγησαν στην έκδοση αυτού του περιοδικού, τους τρόπους που μπορούμε να προσεγγίζουμε κριτικά την ψηφιακότητα, την τεχνοφοβία και τη θέση της μελέτης της ψηφιακής συνθήκης σήμερα.


Η σχέση των κοινωνιών με τη ψηφιακή εποχή και οι δυναμικές που αυτή η σχέση παράγει επηρεάζει σε πάρα πολλά επίπεδα τη καθημερινότητα μας αλλά και την πολιτική, την παιδεία, τις σχέσεις μας, τη πολιτισμική παραγωγή. Ακόμα και τα θλιβερά ζητήματα της επικαιρότητας σχετίζονται αρκετά με την τεχνολογία.

Με αυτές τις σκέψεις πρότεινα στον Λέανδρο Κυριακόπουλο και τον Πέτρο Πετρίδη να κουβεντιάσουμε για το εγχείρημα που έχουν ξεκινήσει, μαζί με άλλους σημαντικούς ερευνητές και ερευνήτριες που μετέχουν στη συντακτική επιτροπή, αλλά και το πως βλέπουν εκείνοι τη συμβολή τους σε ένα ευρύ πεδίο διαλόγου που φαίνεται πως βρίσκεται ακόμα στην αρχή του.

Τις επόμενες ημέρες μαζί με το νέο τεύχος του περιοδικού θα οργανωθεί εκδήλωση γνωριμίας στον χώρο των εκδόσεων Νήσος, εκδήλωση για την οποία θα ενημερωθείτε έγκαιρα από το left.gr

Αναλυτικά η συνέντευξη 

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το περιοδικό Αυτόματον που πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του. Πως εκκινεί η ιδέα για την ύπαρξή του, και ποιο κενό έρχεται να καλύψει στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία;

Λέανδρος: Η ιδέα για το Αυτόματον πιστεύω πως ανταποκρίνεται σε ένα υπαρξιακό κενό που βίωναν οι «δημιουργοί» του για την θέση των ακαδημαϊκών τους ενδιαφερόντων στην πανεπιστημιακή ζωή στην Ελλάδα – ένα κενό που το συλλογικοποίησαν αφότου αναγνώρισαν ότι αυτό δεν ήταν εξαρχής δικό τους. Το αν έρχεται να καλύψει κάποιο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία είναι ένα διαφορετικό ερώτημα· καθώς το ενδιαφέρον για τις τεχνολογίες και την τεχνική απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια έναν αξιοθαύμαστο αριθμό ερευνητών και ερευνητριών από τους κλάδους των ΜΜΕ, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, των πολιτικών επιστημών κοκ. Δεν είναι τυχαίο το ότι αναζητήσαμε τη συμμετοχή πολλών εξ αυτών. Σίγουρα όμως υπάρχει ένα κενό στην ελληνική ακαδημία με την έννοια ότι το ενδιαφέρον για τις τεχνολογίες και την τεχνική δεν είναι ακριβώς θεσμοθετημένο με όρους γνωστικού αντικειμένου. Ο σκοπός του περιοδικού πάντως δεν είναι αυτός: να επικυρώσει ένα γνωστικό αντικείμενο. Το Αυτόματον μάλλον θέλει να επαναδιατυπώσει το ερώτημα της τεχνικής. Και επιδιώκει να το κάνει μέσα από την κριτική θεωρία – όπως έχει ανανεωθεί στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα σε άλλα κέντρα του κόσμου τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με άξονα τα ψηφιακά δίκτυα και τους υπολογιστές. Στο Αυτόματον, το ερώτημα της τεχνικής επαναδιατυπώνεται μέσα από την ψηφιακότητα και τη σχέση μεταξύ ψηφιακής συνθήκης και κοινωνικού.

 προβληματισμοί και  προκλήσεις” – Research Centre for the Humanities (RCH)

φωτ. αρχείου από το συνέδριο “Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες στην Ελλάδα: προβληματισμοί και προκλήσεις”, ΚΕΑΕ, 2018

Πέτρος: Θα πρόσθετα κάποιους λόγους ακόμη που μας ώθησαν στη δημιουργία του περιοδικού. Ο βασικότερος είναι ότι μέσω του Αυτόματον επιδιώξαμε τη δημιουργία μιας πλατφόρμας συνεργασίας με ανθρώπους που γνωρίζαμε και με τους οποίους μοιραζόμασταν παρόμοια ερευνητικά και θεωρητικά ενδιαφέροντα, αλλά δεν είχαμε έναν κοινό «τόπο» επικοινωνίας. Με αρκετές συναδέλφισσες και συναδέλφους από την εκδοτική ομάδα είχαμε συνεργαστεί στο πλαίσιο συνεδρίων, ερευνητικών έργων, σεμιναρίων, διαλέξεων και άλλων δράσεων, αλλά η επαφή αυτή ήταν, εν πολλοίς, εφήμερη. Θελήσαμε έτσι να συγκροτήσουμε μια πλατφόρμα που θα μας επέτρεπε να έχουμε μια πιο μόνιμη συνεργασία γύρω από τα ζητήματα της ψηφιακότητας και θεωρήσαμε ότι ένα συναφές περιοδικό ήταν η βέλτιστη επιλογή.

Ένας ακόμη λόγος είναι ότι μέσω του Αυτόματον επιδιώκουμε να φέρουμε στο προσκήνιο θεωρητικά ρεύματα και προσεγγίσεις της ψηφιακότητας που κατά τη γνώμη μας δεν παρουσιάζονται και δεν συζητιούνται όσο τους αναλογεί στο πλαίσιο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών στην Ελλάδα. Τέλος, επειδή και οι δύο είμαστε ανθρωπολόγοι και παρόλο που το περιοδικό δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην κοινωνική ανθρωπολογία, παρέχει σίγουρα τη δυνατότητα σε νέες και νέους ανθρωπολόγους που καταπιάνονται με ζητήματα της σύγχρονης ψηφιακής συνθήκης να έχουν ένα επιστημονικό μέσο απεύθυνσης για τη δουλειά τους.

 Περιοδικό Ψηφιακών Μέσων και Πολιτισμού

Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον για την ψηφιακή συνθήκη θεωρείτε πως η κριτική μελέτη της σχέσης της ψηφιακότητας με την κοινωνία και τον πολιτισμό κατέχει τον χώρο που πρέπει στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα;

Πέτρος & Λέανδρος: Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς για το σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Η κριτική σκέψη και θεωρία, ούτως ή άλλως, απαντάται σε ορισμένα έργα κάποιων θεωρητικών, και όχι στη κατεύθυνση που ακολουθούν οι επιστήμες. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση της ψηφιακότητας με το κοινωνικό έχει πράγματι βρεθεί στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων πολλών τμημάτων και από πολύ νωρίς.

Σήμερα πάντως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για κριτική μελέτη της σχέσης ψηφιακότητας και κοινωνικού. Και αυτό, διότι, η ενασχόληση με τα σχετικά ζητήματα, ειδικά στο πλαίσιο των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών, έχει αποκτήσει έναν έντονα εργαλειακό προσανατολισμό. Και αυτό δεν είναι συμπτωματικό. Τα τελευταία χρόνια, η διάχυση των ψηφιακών δικτύων και των νέων μέσων έχει εντατικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Η πανδημία εντατικοποίησε περαιτέρω το ενδιαφέρον για τέτοια ζητήματα και δημιούργησε και κάποιες επιπλέον παρερμηνείες. Για παράδειγμα, διατυπώνονται απόψεις του τύπου «το ψηφιακό είναι παντού», και άρα όλοι και όλες «ασχολούμαστε πλέον με το ψηφιακό». Αυτή η άποψη είναι προβληματική και δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στο προσκήνιο. Έχει διατυπωθεί για το φύλο, όπως και για το πολιτικό. Το φύλο είναι επίσης «παντού», αναπόφευκτα αναφερόμαστε και εμείς στις δουλειές μας, αλλά σίγουρα θα ήταν προβληματικό να υποστηρίξουμε ότι κάνουμε θεωρία φύλου ή ότι το φύλο είναι το κατεξοχήν πεδίο του ερευνητικού μας ενδιαφέροντος. Το κατά πόσο λοιπόν, το ενδιαφέρον για τα νέα μέσα έχει οδηγήσει και σε μια αντίστοιχη ανάπτυξη της κριτικής θεώρησης των νέων μέσων, είναι ένα ερώτημα που ίσως να μην μπορεί να απαντηθεί θετικά. Υπάρχουν πολλές κριτικές προσεγγίσεις, αλλά μάλλον παρατηρείται μια κάπως υπεραπλουστευτική προσέγγιση των σχετικών ζητημάτων – με τη λογική της παράθεσης key-words και τσιτάτων, χωρίς στην ουσία τα νέα μέσα να αποτελούν το κεντρικό ζήτημα της εκάστοτε ανάλυσης: ως υποδομές, ως νευρολογική προέκταση του ανθρώπου, ως μνημονική προσθήκη, ως τεχνοαισθητική κοκ.

Ενδιαφέρον επίσης είναι πως στους πολλούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο τη ψηφιακότητας σημαντικό ρόλο παίζει και η διάχυση των διαδικασιών παραγωγής και διαμοιρασμού γνώσης σε εξωπανεπιστημιακά πλαίσια. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν στην Ελλάδα διαδικτυακά μέσα με εξαιρετικό και ιδιαίτερα κριτικό έργο στο συγκεκριμένο πεδίο. Δηλαδή, αν και εξωπανεπιστημιακά, τέτοια συγγραφικά εγχειρήματα συμβάλουν εποικοδομητικά στην κριτική μελέτη της ψηφιακότητας στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών.

Αντιλαμβάνομαι τι λέτε, κι εγώ τις σπουδές του φύλου και της σεξουαλικότητας είχα στο μυαλό μου, οι οποίες ακριβώς λόγω της φυσιογνωμίας τους ήταν «περιθωριακές» για το ελληνικό ακαδημαϊκό πλαίσιο και χρειάστηκε αρκετός κόπος για να αποκτήσουν τη προσβασιμότητα που τους άξιζε. Και χρησιμοποιώ το ρήμα «άξιζε» γιατί υπήρχαν μια σειρά φαινόμενα στη κοινωνία για τα οποία απαιτήθηκε κόπος ώστε να κατανοηθούν προκειμένου να αλλάξουν νοοτροπίες. Με μια έννοια αυτός δεν είναι και ο δημόσιος ρόλος της επιστήμης;

Λέανδρος: Δεν θα έλεγα ότι αυτός είναι, ή ότι θα έπρεπε να είναι, ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών. Τέτοιες διατυπώσεις υπονοούν ότι μπορούμε να περιγράψουμε τον Άλλον και να τον μετασχηματίσουμε στη βάση ενός θεωρητικού προτύπου. Ένα τέτοιο στοίχημα έχουν αναλάβει η Πολιτική και τα Μέσα, και γνωρίζουμε τους κινδύνους. Ίσως εδώ να αποκτά νόημα ο Πρώτος Νόμος του Πολιτισμού του ανθρωπολόγου Stephen A. Tyler, και θα τον παραθέσω επακριβώς: «The more we control things, the more uncontrollable we both become». Ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών δεν είναι να ελέγξουν τα πράγματα· ο ρόλος τους είναι να οξύνουν τη κριτική σκέψη, να επαναδιατυπώνουν ερωτήματα που ούτως ή άλλως κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα με μυθευματικούς όμως τρόπους, να επενδύουν στην αξία του διαλόγου, να περιγράφουν το ιστορικό παρόν ώστε ο καθένας και η καθεμία να αναστοχάζεται τη θέση τους στον κόσμο. Αυτός είναι ο δημόσιος ρόλος τους.

Πέτρος: Έχω κι εγώ μια επιφύλαξη σχετικά με τη διατύπωση. Αναντίρρητα οι σπουδές φύλου δεν έχουν το ίδιο στάτους που κατείχαν 15-20 χρόνια πριν. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο ότι αυτά τα ζητήματα «κατανοήθηκαν». Οι επιθέσεις στην Τζούντιθ Μπάτλερ στη Βραζιλία, η πολιτική απέναντι στις σπουδές φύλου στην Ουγγαρία, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Τραμπ ενάντια στη CRT (Critical Race Theory), τα όσα συνέβησαν και ειπώθηκαν στην Ελλάδα αναφορικά με το μάθημα της κοινωνιολογίας, αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για μία μετάβαση που έλαβε χώρα. Κάθε άλλο. Συνεπώς, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και η προβληματοποίηση πολλών δεδομένων και αυτονόητων εννοιών και αντιλήψεων – που από τη σκοπιά μας είναι δύο βασικοί προσανατολισμοί των κοινωνικών επιστημών – σήμερα είναι πιο επιτακτικές από ποτέ.

φωτ. Συνέδριο “The digital condition and humanities knowledge”, ISRF & RCH, 2022

Πάμε τώρα στη θεματική του δεύτερου τεύχους με τον γενικό τίτλο: «Χώροι από Ήχο - Χρόνοι της Τεχνικής» πείτε μας λίγα πράγματα για τη φιλοσοφία του...

Λέανδρος: Η ιδέα είναι κατά βάση απλή. Ξεκίνησε με ένα κείμενο του θεωρητικού των μέσων Wolfang Ernst, το οποίο θεώρησα σημαντικό αρκετά ώστε να το μεταφράσω για την εν λόγω θεματική. Το κείμενο συγκεκριμένα, τέμνει σε ένα ερώτημα, τα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής, την οντολογία του ήχου, και τη δυνατότητα της σε-πραγματικό-χρόνο (real-time) μετάδοσης. Κάτι παρόμοιο επιχείρησα να θέσω. Πιθανόν να κατανοούμε τη σημασία της ζωντανής (live) μετάδοσης, για παράδειγμα, και τη δύναμη της εικόνας που μπορεί, ως ντοκουμέντο, να προσδώσει υπεραξία σε κάποιες ειδήσεις – πόσο μάλλον αν εμπίπτει και στη λογική του μοντάζ. Όταν όμως μιλάμε στο τηλέφωνο, αγνοούμε πλήρως την τεχνική διαμεσολάβηση. Η φωνή βρίσκεται απλά παρούσα, τη βιώνουμε ως εμπειρία του παρόντος. Ο ήχος, δηλαδή, είναι τόσο ταυτισμένος με την αισθητήρια πρόσληψη του χρόνου, που αδυνατούμε να συλλάβουμε τις ενδεχόμενες τεχνικές παραγωγές ή και διαρρήξεις της εμπειρίας του παρόντος και του περιβάλλοντος.

Αν διερωτηθούμε όμως, α) για το ότι οι ηχοπερίπατοι (soundwalks) έχουν καταστεί ένας θεμελιακός χώρος για την ανάπτυξη των τεχνικών επαύξησης του περιβάλλοντος, β) για τη χρήση του ήχου και της μουσικής ως όπλα και συσκευές ανάκρισης και βασανισμού, γ) για το ότι οι μουσικές κουλτούρες στήνουν ένα αισθητικό τοπίο για την ταυτότητα (η διαμάχη Snik/Light και η συναυλία του Lex είναι καλά παραδείγματα ως προς αυτό), δ) για το ότι ο πόλεμος της νεοαντιδραστικότητας διεξάγεται στο επίπεδο του πολιτισμού και ότι η αισθητική της βάση εντοπίζεται σε ένα είδος μουσικής (ένα ερώτημα που θέτει ο Πέτρος στο τεύχος), και ε) για το ότι η ηλεκτρονική μουσική έχει εισέλθει στην πολιτιστική ατζέντα των ελληνικών θεσμών του πολιτισμού, ίσως να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα αυτών των σχέσεων: τον ψηφιακό χειρισμό των ακουστικών κυμάτων, τη δημιουργία βιβλιοθηκών από ηχοτοπία, την σε-πραγματικό-χρόνο αναπαρουσίαση των ηχητικών και μουσικών προϊόντων με τα μνημονικά ίχνη που κομίζουν. Για τις όποιες ενδεχόμενες απαντήσεις, με χαρά σας προσκαλώ να ξεφυλλίσετε το τεύχος.

Θέλω να σας πάω τώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό θέμα που σχετίζεται με δυο έννοιες που στον δημόσιο λόγο έχουν σχεδόν όλοι και όλες άποψη: πολιτική και εκπαίδευση. Οι μετασχηματισμοί που υπόκεινται αυτά τα πεδία μέσω της διάδοσης της ψηφιακότητας νομίζω αποτελούν τη κοσμογονία της εποχής μας. Τι να πρωτοαναφέρω ως παράδειγμα: τον ακτιβισμό του hashtag; Τη μάχη των κομματικών επιτελείων στα μκδ; Τη σχέση με τη κειμενικότητα από μια γενιά που μεγαλώνει μέσα στο insta και το TikTok; Ποια είναι η δική σας γνώμη; Επιπλέον θα είναι η τεχνοφοβία ο συντηρητισμός του 21ου αιώνα ;

Πέτρος: Ξεκινώ από το τέλος: Η τεχνοφοβία ήταν είναι και θα είναι παρούσα με κάθε «νέα» τεχνολογία όσο αυτή είναι νέα. Ωστόσο, εδώ έχει μεγάλη σημασία το πώς ακριβώς εννοείς τον συντηρητισμό. Αναφέρεσαι στην άνοδο νεοαντιδραστικών κινημάτων και στη διάχυση συναφών πεποιθήσεων στο κοινωνικό; Σε αυτήν τη  περίπτωση θα έλεγα ότι αυτές οι συντηρητικές δυνάμεις δεν είναι απαραίτητα τεχνοφοβικές. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα ψηφιακά μέσα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακραία τεχνοφιλικές. Για παράδειγμα η προσπάθεια της alt right να λανσαριστεί ως υποστηρίκτρια δύναμη του πρώιμου web, αυτό που εκ των υστέρων ονομάσαμε web 1.0, η εντατική εμπλοκή των μελών της με ανώνυμα δίκτυα όπως το 4chan ή με τα memes και το gaming για την επικοινωνία των μηνυμάτων της, τη διάχυση τοξικού λόγου και πρακτικών doxing (κυρίως απέναντι σε φεμινίστριες), όλα αυτά δείχνουν ότι η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εναγκαλισμού από συγκεκριμένες εκφάνσεις της συντήρησης.

Βεβαίως το πολιτικό δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Ο ακτιβισμός hashtag στην Ελλάδα και αλλού έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Ειδικά στην ελληνική συνθήκη των τελευταίων ετών με το μιντιακό σύστημα να είναι απολύτως ευθυγραμμισμένο σε συγκεκριμένα αφηγήματα τα μκδ έχουν αναδείξει ζητήματα τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν μείνει θαμμένα. Άλλες πολιτικές διαστάσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την κεφαλαιοποίηση των προσωπικών δεδομένων, των συναισθημάτων, τις διαδικασίες παραγωγής αξίας, τον καπιταλισμό της επιτήρησης, τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης εντός αυτών των πλαισίων. Τα μκδ συνιστούν υποδομές που δεν θα μπορούσαν να ιδωθούν αποκομμένες από το πολιτικό με την ευρεία έννοια του όρου.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησης, πράγματι από πολλούς οι νέες τεχνολογίες στο πλαίσιο της εκπαίδευσης προσλαμβάνονται ως απειλή. Ωστόσο, εκτιμώ ότι ούτε η κειμενικότητα ούτε η πνευματική καλλιέργεια υπονομεύονται. Καταρχάς η κειμενικότητα δεν εξαλείφεται στο συγκείμενο των ψηφιακών μέσων. Το κάθε μέσο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναπαράσταση, την παραγωγή και τον διαμοιρασμό της γνώσης, αλλά το να θεωρήσουμε ότι η κειμενικότητα εκτοπίζεται είναι προβληματικό. Αυτό που εκτιμώ ότι συμβαίνει είναι μια διεύρυνση των τρόπων μάθησης και εκπαίδευσης που περιλαμβάνουν την κειμενικότητα, αλλά ταυτόχρονα διανοίγουν νέα πεδία πολυτροπικής και πολυμεσικής παραγωγής, πρόσληψης και διαμοιρασμού της γνώσης. Επιπλέον η σύνδεση συγκεκριμένων φορμάτ και μέσων με την πνευματική καλλιέργεια, το βάθος της σκέψης και τις δυνατότητες έκφρασης  δεν βασίζεται κάπου. Πρόκειται περισσότερο για μία νοσταλγική διάθεση απέναντι σε παλαιότερα μέσα τα οποία και πριμοδοτούνται ως καταλληλότερα έναντι των νέων.

---

Ο Πέτρος Πετρίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Ψηφιακά αρχεία και πρακτικές ανταλλαγής: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση των ομότιμων δικτύων» υποστηρίχθηκε το 2011. Έχει εκπονήσει μεταδιδακτορική έρευνα με τίτλο «Ψηφιακή Εργασία, Theorycraft και Βάσεις Δεδομένων στο πλαίσιο των Μαζικών Πολυχρηστικών Διαδικτυακών Παιχνιδιών Ρόλων» στο Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην πολιτισμική και εθνογραφική προσέγγιση των ψηφιακών τεχνολογιών και των νέων μέσων, με έμφαση στη μελέτη των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και αισθητικών τους διαστάσεων. Οι δημοσιεύσεις του καλύπτουν θεματικές όπως η ψηφιακή ανθρωπολογία και εθνογραφία, η σχέση ψηφιακών τεχνολογιών και εκπαίδευσης, τα ψηφιακά παιχνίδια και οι τεχνικές παιχνιδοποίησης, ο διαμοιρασμός αρχείων και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ο ποσοτικοποιημένος εαυτός και οι νέες μορφές ψηφιακής επιτήρησης, η σχέση ψηφιακότητας, χώρου και χρόνου, η ψηφιακή μουσική και οι σχέσεις της άκρας δεξιάς με τα νέα μέσα.


Ο Λέανδρος Κυριακόπουλος είναι Κοινωνικός Ανθρωπολόγος· υπότροφος του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και του ΙΚΥ, και μεταδιδάκτορας υπότροφος ερευνητής στο ΙΑΚΑ του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας. Επί του παρόντος είναι ερευνητής στο πρόγραμμα Soundscape of Trauma του ERC στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Είναι συγγραφέας του έργου Αναπαραστάσεις του Ανοίκειου: Νομαδισμός και Αισθητική στην Ρέιβ Ψυχεδελική Σκηνή (Νήσος 2020), και επιμελητής των θεματικών τευχών «Ψηφιακότητα- Αισθητικοποίηση- Αυτονομία Συναισθήματος» (Ουτοπία 2020) και «Χώροι από Ήχο- Χρόνοι της Τεχνικής: Διασυνδέσεις μεταξύ Τεχνολογίας, Δικτύων, Μουσικής και Σώματος» (Αυτόματον 2022). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται οι κουλτούρες διασκέδασης και οι δημιουργικές βιομηχανίες, η μουσική και ο ήχος, η εικόνα και το θέαμα, οι τεχνολογίες, τα νέα μέσα, τα κοινωνικά δίκτυα και η τεχνοαισθητική, το σώμα, οι αισθήσεις και τα συναισθήματα, η σημειωτική, η επικοινωνία, η τέχνη και η αναπαράσταση.

---

INFO: Το αρχείο τευχών του περιοδικού στη ψηφιακή του μορφή είναι διαθέσιμο στη πλατφόρμα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)